- ἀμολγεύς
- ἀμολγεύςmilk-pailmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμολγεύς — ἀμολγεὺς (έως), ο (Α) [ἀμέλγω] δοχείο μέσα στο οποίο αρμέγουν, καρδάρα … Dictionary of Greek
ἀμολγῆς — ἀμολγεύς milk pail masc nom pl ἀμολγεύς milk pail masc nom/voc pl ἀμολγή milking fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολγεῖ — ἀμολγεύς milk pail masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμόλγιον — ἀμόλγιον, το (Α) [ἀμέλγω] μικρός αμολγεύς*, αμολγεύς, καρδάρα … Dictionary of Greek
ἀμολγέως — ἀμολγέω̆ς , ἀμολγεύς milk pail masc gen sg ἀμολγεύς milk pail masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… … Dictionary of Greek
γαυλός — γαυλός, ο (Α) 1. αμολγεύς, καρδάρα 2. κουβάς για άντληση νερού 3. οποιοδήποτε σκεύος με στρογγυλό σχήμα 4. κούπα τού κρασιού 5. κυψέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γαυλός και γαύλος θα μπορούσαν να έχουν κοινή προέλευση. Εάν ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα,… … Dictionary of Greek
ἀμολγέα — ἀμολγέᾱ , ἀμολγεύς milk pail masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμολγέας — ἀμολγέᾱς , ἀμολγεύς milk pail masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)